Οι επεμβάσεις κατά τις δεκαετίες του '70 και του '80
Το σωζόμενο τμήμα του μαρμάρινου δαπέδου του Οκταγώνου, συνολικής έκτασης 250τ.μ., μετά την αποκάλυψή του το 1964, παρέμεινε εκτεθειμένο στις περιβαλλοντικές συνθήκες με αποτέλεσμα να υποστεί μεγάλες φθορές. Το 1971, επτά χρόνια μετά την ανασκαφή, οι μαρμάρινες πλάκες ήταν ως επί το πλείστον θρυμματισμένες και είχαν αποκολληθεί από το υπόστρωμα, το οποίο σε αρκετές περιοχές παρουσίαζε καθίζηση. Πολλά μαρμάρινα θραύσματα είχαν χαθεί, ενώ άλλα περισυλλέχθηκαν και απομακρύνθηκαν από τη θέση τους κατά τη διάρκεια της ανασκαφής. Κατά τη δεκαετία του ‘70 (τα έτη 1971, 1975)11 και τη δεκαετία του ‘80 πραγματοποιήθηκαν από την Αρχαιολογική Υπηρεσία στερεωτικές επεμβάσεις για την προστασία του δαπέδου. Οι εργασίες έγιναν χωρίς να έχει προηγηθεί η μελέτη του δαπέδου, ενώ δεν υπήρξε φωτογραφική και σχεδιαστική τεκμηρίωση ή ημερολόγιο εργασιών.
Πρωταρχικός στόχος της επέμβασης της πρώτης περιόδου (1971) ήταν η στερέωση των αποκολλημένων πλακών και πλακιδίων στο υπόστρωμα. Στις εργασίες χρησιμοποιήθηκε ισχυρό τσιμεντοκονίαμα, όπως στις σύγχρονες κατασκευές, η χρήση του οποίου δεν απαιτούσε την παρουσία εξειδικευμένου προσωπικού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι θρυμματισμένες πλάκες να μην συντηρηθούν, αλλά τα θραύσματά τους να επανατοποθετηθούν στο υπόστρωμα άτακτα και χωρίς συναρμογή. Παράλληλα, έγιναν και άλλες εργασίες που αφορούσαν το στεφάνωμα των πλακών στην περίμετρο του δαπέδου, το στοκάρισμα των ρηγματωμένων πλακών και την επικάλυ ψη με τσιμέντο των πλέον διαβρωμένων από αυτές, γεγονός που αποδείχθηκε καταστρεπτικό για τη διατήρησή τους.
Στη δεύτερη φάση των εργασιών, τέσσερα χρόνια αργότερα, οι στόχοι της επέμβασης διαφοροποιήθηκαν και αφορούσαν την αποκατάσταση του σωζόμενου τμήματος του δαπέδου με τη συμπλήρωση των ελλειπόντων τμημά των του (κενά-lacunae). Ως υλικό συμπλήρωσης χρησιμο ποιήθηκαν τα διάσπαρτα ακέραια πλακίδια και τα μαρμά ρινα θραύσματα που περισυλλέχτηκαν κατά την ανασκαφή. Αναλυτικά, έγιναν οι εξής οι εργασίες:
• συμπλήρωση των ελλειπόντων τμημάτων των πλακών και των πλακιδίων με θραύσματα ποικίλων διαστάσεων που προέρχονταν από διάσπαρτα μάρμαρα διαφορετικού είδους και χρωματικής απόχρωσης.
• επανατοποθέτηση, στη θέση των πλακών που έλειπαν, μαρμάρινων θραυσμάτων ή ακέραιων πλακιδίων, που επιλέχτηκαν αυθαίρετα από το διάσπαρτο ανασκαφικό υλικό, χωρίς να ληφθεί υπόψη η χρωματική σύνθεση του σχεδίου του δαπέδου, που βασιζόταν στην εναλλαγή ερυθρών και λευκών μαρμάρων.
Χαρακτηριστικό στοιχείο των παραπάνω επεμβάσεων ήταν η απουσία συναρμογής μεταξύ των θραυσμάτων και η χρήση ισχυρού τσιμεντοκονιάματος για την επανατοποθέτησή τους. Οι επεμβάσεις της δεκαετίας του ’70, παρόλο που έγιναν με μη επιστημονικές μεθόδους, ήταν καθοριστικές για την προστασία του δαπέδου, καθώς συνέβαλαν στο να μην αφαιρεθούν και απομακρυνθούν από τον χώρο οι αποκολλημένες πλάκες. Συγχρόνως, αποτελούν και ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζαν την περίοδο εκείνη τα κατεστραμμένα τμήματα του διακόσμου των μνημείων.
Αυτή η μέθοδος συντήρησης, η οποία τη δεκαετία του ’70 εφαρμόστηκε και σε άλλα αρχαία μαρμάρινα δάπεδα στην Ελλάδα, ενώ φαίνεται να ακολουθεί πιστά τις κατευθύνσεις του Χάρτη της Βενετίας και, συγκεκριμένα, του άρθρου που αναφέρεται στη διαφοροποίηση των σύγχρονων επεμβάσεων, «έτσι ώστε να μην πλαστογραφούνται τα καλλιτεχνικά και ιστορικά τεκμήρια του μνημείου», δεν έλαβε υπόψη τις αρχαίες τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του δαπέδου, ενώ συγχρόνως αλλοίωσε την εικόνα του, διαφοροποιώντας την σημαντικά από την αυθεντική.
Τη δεκαετία του ’80, εξαιτίας της συνεχιζόμενης φθοράς του δαπέδου, επαναλήφθηκαν οι ίδιες εργασίες, χωρίς όμως να αξιολογηθούν τα αποτελέσματα της προηγούμενης επέμβασης. Αυτό είχε ως συνέπεια να γίνει, εκ νέου, αλόγιστη χρήση τσιμέντου, η οποία συνέβαλε στην περαιτέρω διάβρωση των πλακών.
Η κατάσταση διατήρησης του δαπέδου.
Από το 1986 μέχρι το 2003, που ξεκίνησε εκ νέου η αποκατάσταση του δαπέδου, οι εργασίες συντήρησης δεν επαναλήφθηκαν, με αποτέλεσμα την απώλεια και νέων τμημάτων του δαπέδου, την καταστροφή της άνω στρώσης του κονιάματος του υποστρώματος, στην οποία σώζονταν τα ίχνη των πλακών που έλειπαν, καθώς και τον θρυμματισμό και την περαιτέρω αποσάθρωση και διάβρωση των πλακών.
Η μελέτη και η αποκατάσταση του μαρμάρινου δαπέδου του Οκταγώνου πραγματοποιήθηκε κατά τη χρονική περίοδο 2003-2005. Η επιστημονική τεκμηρίωση που αφορούσε την καταγραφή των αρχαίων και σύγχρονων επισκευών του δαπέδου, τη μελέτη των τεχνικών και την αναγνώριση των μαρμάρινων ειδών που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του, σε συνδυασμό με τη φυσικοχημική έρευνα που εκπονήθηκε στα κονιάματα του υποστρώματος, υπήρξε απαραίτητη προϋπόθεση για να διαγνωστούν τα αίτια της φθοράς και για να διατυπωθεί μία εμπεριστατωμένη πρόταση συντήρησης.
Η κατάσταση διατήρησης του δαπέδου, λόγω της μακροχρόνιας εγκατάλειψής του σε ένα μη σταθερό φυσικό περιβάλλον, είχε επιδεινωθεί. Το υπόστρωμα είχε διαβρωθεί και παρουσίαζε τοπικές καθιζήσεις, τα ίχνη των πλακών που έλειπαν, ως επί το πλείστον, είχαν καταστραφεί, ενώ τμήματα της αρχαίας πλακόστρωσης, ευτυχώς περιορισμένης έκτασης, είχαν αφαιρεθεί, καθώς ο αρχαιολογικός χώρος παρέμεινε αφύλακτος μέχρι το 1994. Οι περισσότερες πλάκες, που δεν είχαν συντηρηθεί κατά το παρελθόν, ήταν ρηγματωμένες ή θρυμματισμένες, εξαιτίας της μηχανικής καταπόνησης του υλικού και των θερμοκρασιακών μεταβολών του περιβάλλοντος. Το φαινόμενο ήταν εντονότερο στα έγχρωμα μάρμαρα, και κυρίως στα κροκαλοπαγή της Σκύρου και της Κοζάνης, όπου μεγάλες ρωγμές συνυπήρχαν με ένα πλέγμα επιφανειακών μικρορωγμών, το οποίο προκαλούσε την αποφλοίωση του πετρώματος. Εκτός αυτού, τα θραύσματα των πλακών είχαν αποκολληθεί από το υπόστρωμα, με αποτέλεσμα, πολλά από αυτά, κατά τις αποψιλώσεις του δαπέδου στο παρελθόν, να απομακρυνθούν από τη θέση τους. Αποκολλημένες ήταν και πολλές πλάκες που συντηρήθηκαν κατά τη δεκαετία του ‘70, γιατί είχαν επανατοποθετηθεί με τσιμέντο, χωρίς να έχει προηγηθεί η εξυγίανση του υποστρώματος. Πολλά μάρμαρα παρουσίαζαν επιφανειακή διάβρωση, λόγω της παρουσίας νερού και διαλυτών αλάτων προερχόμενων από το έδαφος και τα τσιμεντοκονιάματα. Οι φθορές αυτές ήταν λιγότερο έντονες στα λευκά μάρμαρα, ενώ μεγαλύτερο πρόβλημα είχαν τα έγχρωμα κροκαλοπαγή, και κυρίως οι πλάκες από θεσσαλικό λίθο (verde antico), οι οποίες είχαν αποσαθρωθεί, λόγω της επικάλυψής τους με τσιμεντοκονίαμα. Σε όλη την επιφάνεια της πλακόστρωσης υπήρχαν εξανθήματα αλάτων που αλλοίωναν το χρώμα των μαρμάρων, ενώ έντονες βιολογικές επικαθίσεις παρατηρήθηκαν στις περιοχές του δαπέδου με χαμηλή ηλιοφάνεια. Στα τμήματα αυτά, οι μικροοργανισμοί είχαν επικαλύψει όλη την επιφάνεια των πλακών, με αποτέλεσμα να μην είναι ευδιάκριτο το είδος των μαρμάρων.
Οι εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης
Οι αρχές της επέμβασης
Στόχος της επέμβασης ήταν η διατήρηση του σωζόμενου τμήματος του δαπέδου, η αποκατάσταση των φθορών που προκλήθηκαν στα υλικά από τις περιβαλλοντικές συνθήκες και τις προγενέστερες επεμβάσεις, καθώς και η βελτίωση της αναγνωσιμότητας από τους μη ειδικούς επισκέπτες. Βασική αρχή που ακολουθήθηκε ήταν να μη χρησιμοποιηθούν υλικά και τεχνολογίες που δεν ήταν συμβατές με τις αρχαίες τεχνικές και η επέμβαση να είναι αναστρέψιμη.
Ως απαραίτητη προϋπόθεση θεωρήθηκε η συντήρηση του δαπέδου να γίνει κατά χώραν και συγχρόνως να διατηρηθεί η μορφή του δαπέδου στην υφιστάμενη παραμορφωμένη κατάσταση, καθώς αποτελούσε μαρτυρία της πολύχρονης ιστορίας του μνημείου. Από τη γενική αυτή αρχή εξαιρέθηκαν τρία μικρά τμήματα (έως 1τ.μ. το καθένα) που παρουσίαζαν έντονη καθίζηση, στα οποία, για την απορροή των ομβρίων, αποκαταστάθηκε το υπόστρωμα στην αρχική του στάθμη.
Οι εργασίες που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του έργου ανήκουν σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη αφορούσε τη συντήρηση και την αποκατάσταση των πλακών και η δεύτερη την αποκατάσταση των κατεστραμμένων τμημάτων των διαχώρων της πλακόστρωσης.
Οι εργασίες συντήρησης αφορούσαν τους καθαρισμούς, τις στερεώσεις των αποσαθρωμένων επιφανειών, τις συγκολλήσεις και το στοκάρισμα των ρηγματωμένων και θρυμματισμένων πλακών, την επικόλλησή τους στο υπόστρωμα με νέο ασβεστοκονίαμα συμβατό με το αρχαίο, καθώς και το στεφάνωμα. Μεγάλη προσοχή δόθηκε στο στοκάρισμα των πλακών, το οποίο έγινε με συμβατά ασβεστοκονιάματα, αντίστοιχης χρωματικής απόχρωσης με αυτήν που είχε η εκάστοτε συντηρούμενη πλάκα.
Ειδικότερα, ο καθαρισμός περιελάμβανε την απομάκρυνση των τσιμεντοκονιαμάτων των προηγούμενων επεμβάσεων, των διαλυτών αλάτων, των λιπαρών στιγμάτων και των βιολογικών επικαθίσεων. Τα τσιμεντοκονιάματα αφαιρέθηκαν με μηχανικό τρόπο, ενώ για την απομάκρυνση των αλάτων χρησιμοποιήθηκαν επιθέματα από χαρτοπολτό με απιονισμένο νερό. Οι βιολογικές επικαθίσεις απομακρύνθηκαν με διαλύματα 5-10% υπεροξειδίου του υδρογόνου (Η2Ο2).
Η στερέωση των αποσαθρωμένων πλακών είχε ως στόχο την αποκατάσταση της συνοχής του πετρώματος και την αύξηση της μηχανικής αντοχής του. Για την επιλογή του υλικού στερέωσης ελήφθη υπόψη το είδος των μαρμάρων και η ορυκτολογική τους σύσταση. Ως υλικό στερέωσης χρησιμοποιήθηκε το Rhodorsil RC 70 σε αναλογία 4:1 με white Spirit.15 Για την επιλογή των μεθόδων και των υλικών που χρησιμοποιήθηκαν στις παραπάνω εργασίες, προηγήθηκαν δοκιμαστικές εφαρμογές σε δείγματα πλακών.
Οι εργασίες αποκατάστασης των πλακών αφορούσαν την απομάκρυνση των αυθαίρετων συμπληρώσεων της δεκαετίας του ‘70 και την επανατοποθέτηση και τη συναρμογή των ταυτισμένων διάσπαρτων θραυσμάτων τους, ή, στην περίπτωση που αυτά είχαν χαθεί, την εκ νέου συμπλήρωση των ελλειπόντων τμημάτων με συμβατό κονίαμα αντίστοιχης χρωματικής απόχρωσης (ερυθρό, πράσινο, λευκό,γκρι).
Η αποκατάσταση των κενών στα διάχωρα, εκεί όπου δεν σώζονταν οι πλάκες ή το υπόστρωμα, είχε ως στόχο τη βελτίωση της αναγνωσιμότητας του γεωμετρικού σχεδίου και την ανάδειξη της χρωματικής του σύνθεσης.
Ειδικότερα, όσον αφορά την επέμβαση, τα μικρά κενά συμπληρώθηκαν με επιλεγμένα πλακίδια από το διάσπαρτο αρχαιολογικό υλικό, ενώ η περιοχή της επέμβασης οριοθετήθηκε με λάμες ανοξείδωτου χάλυβα. Τα μεγαλύτερα κενά συμπληρώθηκαν με συμβατά κονιάματα, τα οποία έφεραν το χρώμα των ελλειπόντων μαρμάρων ή του αρχαίου υποστρώματος, ανάλογα με τα σωζόμενα κατά χώραν στοιχεία της πλακόστρωσης. Στην επιφάνεια των κονιαμάτων υποδηλώθηκαν με εγχάρακτες γραμμές οι διαστάσεις των κατεστραμμένων αρχαίων πλακών, όπως είχαν αποτυπωθεί από τον Α. Κούντουρα.
Αναβαθμίστε το για να δείτε σωστά την ιστοσελίδα. Αναβάθμιση τώρα